ἄιε

ἄιε
ἄ̱ϊε , ἀίω 1
perceive
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἄϊε , ἀίω 1
perceive
pres imperat act 2nd sg
ἄϊε , ἀίω 1
perceive
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀίεν — ἀΐε̄ν , ἀίω 1 perceive pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄι' — ἄ̱ϊε , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄϊε , ἀίω 1 perceive pres imperat act 2nd sg ἄϊε , ἀίω 1 perceive imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • περιήγηση — η / περιήγησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιηγούμαι] νεοελλ. μσν. μετάβαση σε διάφορους τόπους για να τούς γνωρίσει κανείς και να επισκεφθεί τα αξιοθέατά τους, ο τουρισμός αρχ. 1. η ξενάγηση σε έναν χώρο 2. γεωγραφική περιγραφή («oἱ τὰς περιηγήσεις καί τοὺς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”